- φαικασιον
- φαικάσιοντό Plut. demin. к φαικάς См. φαικας
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαικάσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικάσιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τ. τού φαικάς 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματος εἶδος γεωργικοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαικός «λαμπρός» + επίθημα ά σιον (πρβλ. γυμν άσιον)] … Dictionary of Greek
φαικασίοιο — φαικάσιον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικασίοις — φαικάσιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαικασίου — φαικάσιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)